- φθεγκτικός
- φθεγκ-τικός, ή, όν,A vocal, Max.Tyr.14.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθεγκτικός — ή, όν, Α [φθέγγομαι] φθεγ κτός* … Dictionary of Greek
φθεγκτικόν — φθεγκτικός vocal masc acc sg φθεγκτικός vocal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)